-
1 κενός
κενός, Hom. in dieser Form nur einmal, Od. 22, 249, sonst κεινός, Il. 3, 376. 4, 181. 11, 160, wie Pind. Ol. 2, 71. 3, 48; Her. 7, 131; auch Eur. I. T. 418; Nebenform κενεός, Il. 2, 298 Od. 15, 213. 10, 42; auch Pind. N. 4, 50. 8, 98 u. sonst. Nach Greg. Cor. äol. κεννός, – leer; τρυφάλεια Il. 3, 376; σὺν κεινῇσιν νηυσί 4, 181; ὄχεα 11, 160; κενεὸν νέεσϑαι, mit leeren Händen, Il. 2, 298; ὁρῶ κενὴν οἴκησιν Soph. Phil. 31; ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κενῆς κρατεῖν γῆς O. R. 55; κεναῖς δ' ἀμφίσταμαι τραπέζαις El. 185; τάφος Eur. Hel. 1063; Ggstz πλήρης, Ar. Nub. 1054, πλέος, Equ. 280, ἐγκύμων, Plat. Theaet. 148 e, μεστός, Diphil. bei Ath. XI, 499 c u. Sp.; – χρόνος, eine Pause, Music. – Häufig übertr.; τοῦ νοῦ κενός, entblößt davon, ermangelnd, Soph. O. C. 934, vgl. Ant. 750; κενὴ λέαινα Ai. 965, die verlassene; vgl. κενὸν δένδρων πεδίον Plat. Rep. X, 621 a; ὅσα κενά ἐστι φρονήσεως Tim. 75 a; untheilhaftig, ἐπιστήμης Rep. VI, 486 c; κενὰ πάντων, von Allem entblößt, Xen. Hell. 7, 3, 8; Sp. – Aehnl. ἥκεις οὐ κενή, eigtl. du kommst nicht mit leeren Händen, ohne Grund, Soph. O. C. 360; vgl. Tr. 445; – ὑπ' ἄσϑματος, erschöpft, Aesch. Pers. 426; κεναῖς χερσὶν ἀϑύρειν Plat. Legg. VII, 796 b. – Bes. leer, eitel, nichtig, κενὰ εὔγματα, leere Prahlereien, Od. 22, 249; γνώμα Pind. N. 4, 40; ἐλπίδες 8, 95; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπ εισμένος Aesch. Pers. 790; vgl. Eur. I. A. 987; κεναὶ γνῶμαι Soph. Ant. 749; ϑυμῷ ματαίῳ μὴ χαρίζεσϑαι κενά El. 323; κενοὶ λόγοι Plat. Lach. 196 b; λοιδορία Dem. 2, 5; dem μάταιος entsprechend, ib. 12, wie Plut. adv. Col. 17 κενὰς ἀρετὰς καὶ ματαίας vrbdt; κενὴ πρόφασις καὶ ψευδής Dem. 18, 150; Sp.; – διὰ κενῆς, s. oben διακενῆς. – Comparat. κενότερος, nach den alten Gramm., E. M. 275, 50 u. B. A. 121, 6, an das ion. κεινός erinnernd; doch steht jetzt κενώτερος Plat. Conv. 175 d, κενώτατον λόγον λέγειν Dem. 27, 25, u. jene Form findet sich nur hier u. sonst als v. l.
-
2 ἆσθμα
ἆσθμα (ἄω), τό, schweres, kurzes Athemholen, Beklemmung; ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσϑματι Iliad. 15, 10. 16, 109; ἆσϑμα καὶ ἱδρὼς παύετο 15, 241; Pind. N. 10, 74; Aesch. Pers. 476; ὥσπερ ὑπ' ἄσϑματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσϑαι Plat. Rep. VIII, 568 d; Hauch, φλογός Col. 178; Agath. 51 (IX, 677).
-
3 κενός
κενός, leer; κενεὸν νέεσϑαι, mit leeren Händen; χρόνος, eine Pause. Häufig übertr.; τοῦ νοῦ κενός, entblößt davon, ermangelnd; κενὴ λέαινα, die verlassene; unteilhaftig; κενὰ πάντων, von allem entblößt. Ähnl. ἥκεις οὐ κενή, eigtl. du kommst nicht mit leeren Händen, ohne Grund; ὑπ' ἄσϑματος, erschöpft. Bes. leer, eitel, nichtig, κενὰ εὔγματα, leere Prahlereien
См. также в других словарях:
ἄσθματος — ἄσθμα short drawn breath neut gen sg ἄ̱σθματος , ἆσθμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
αεροϊοντοθεραπεία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση ως θεραπευτικού μέσου τών ηλεκτρικά φορτισμένων (θετικά ή αρνητικά) μορίων ή μεγαλύτερων σωματιδίων τού εισπνεόμενου αέρα. Βασικά εφαρμόζεται στη θεραπεία τού βρογχικού άσθματος … Dictionary of Greek
αντιασθματικός — ή, ό (για φάρμακα) αυτός που χρησιμοποιείται για θεραπεία του βρογχικού άσθματος … Dictionary of Greek
εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… … Dictionary of Greek
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek
κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… … Dictionary of Greek
πνίγμα — ίγματος, τὸ, Α [πνίγω] το αίσθημα τού πνιγμού, τής ασφυξίας («βήξ... μετ ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
σαλβουταμόλη — η, Ν (φαρμ.) φάρμακο με αγγειοδιασταλτική δράση και χαλαρωτική επίδραση στο μυομήτριο, που χρησιμοποιείται στην αγωγή τών κρίσεων άσθματος και για την πρόληψη πρώιμου τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salbutamol] … Dictionary of Greek
ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… … Dictionary of Greek