Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπ' ἄσϑματος

См. также в других словарях:

  • ἄσθματος — ἄσθμα short drawn breath neut gen sg ἄ̱σθματος , ἆσθμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • αεροϊοντοθεραπεία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση ως θεραπευτικού μέσου τών ηλεκτρικά φορτισμένων (θετικά ή αρνητικά) μορίων ή μεγαλύτερων σωματιδίων τού εισπνεόμενου αέρα. Βασικά εφαρμόζεται στη θεραπεία τού βρογχικού άσθματος …   Dictionary of Greek

  • αντιασθματικός — ή, ό (για φάρμακα) αυτός που χρησιμοποιείται για θεραπεία του βρογχικού άσθματος …   Dictionary of Greek

  • εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… …   Dictionary of Greek

  • εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… …   Dictionary of Greek

  • πνίγμα — ίγματος, τὸ, Α [πνίγω] το αίσθημα τού πνιγμού, τής ασφυξίας («βήξ... μετ ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σαλβουταμόλη — η, Ν (φαρμ.) φάρμακο με αγγειοδιασταλτική δράση και χαλαρωτική επίδραση στο μυομήτριο, που χρησιμοποιείται στην αγωγή τών κρίσεων άσθματος και για την πρόληψη πρώιμου τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salbutamol] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»